πέδιλο(ν)

πέδιλο(ν)
τό
1) сандалия; босоножка; 2) πλ. открытая летняя обувь (чаще детская); 3) педаль;

πέδιλο(ν) μηχανής (ποδηλάτου) — педаль машины (велосипеда)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πέδιλο(ν)" в других словарях:

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — το 1. ρηχό υπόδημα που δένεται με λουριά, σαντάλι. 2. καθετί που μοιάζει με σαντάλι: Τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχοπέδιλο — το, Ν ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα] …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • χιονοπέδιλο — το πέδιλο κατάλληλο για τις χιονοδρομίες, πέδιλο του σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευυπόδητος — εὐυπόδητος, ον (ΑΜ) (για πέδιλο) αυτός που δένεται εύκολα, που φοριέται εύκολα («τὰ τῆς Ἑλένης εὐυπόδητα πέδιλα», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο δητος (< υπο δέω «δένω τα υποδήματα»), πρβλ. αν υπόδητος] …   Dictionary of Greek

  • μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπέδιλο — το είδος υποδήματος από χοντρό ξύλινο πέλμα και πλατιές δερμάτινες λωρίδες που συγκρατούν το πέλμα, το τσόκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πέδιλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • οιοπέδιλος — οἰοπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»